- στροφωτός
- -ή, -όν, Α [στροφοῡμαι]εφοδιασμένος με στρόφιγγες, με γιγγλύμους («τοῑς δυσὶ θυρώμασι τοῑς στροφωτοῑς», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στροφωτοῖς — στροφωτός made with pivots masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)